Stirrup jar
Χρονολόγησητέλη 13ου αι. π.Χ.
Date
late 13th c. BC
MediumΠηλός
Medium
Clay
Dimensions12.1εκ. × 4.1εκ.
Dimensions
12.1 × 4.1 cm
ClassificationΠήλινα
Classification
Ceramics / Pottery
Αριθμός ΑντικειμένουΝΓ0392
Object Number
ΝΓ0392
ΠερίοδοςΎστερη Εποχή του Χαλκού
Period
ΠεριγραφήΨευδόστομος αμφορέας, που ονομάστηκε έτσι επειδή ο κατακόρυφος λαιμός του είναι κλειστός και η εκροή του υγρού γίνεται από την πλαϊνή προχοή. Γεωμετρικά μοτίβα διακοσμούν όλη την επιφάνεια του αγγείου (ταινίες, σπείρες). Αποτελεί τον συνηθέστερο τύπο μυκηναϊκού αγγείου για την αποθήκευση και μεταφορά κρασιού, ελαιόλαδου και αρωματικών ελαίων. Late Bronze Age
Description
Further InformationThe stirrup jar is known as the "false-neck amphora" because the vertical neck was closed, and the liquid was poured through a collateral spout on the shoulder of the vase. Geometric motifs (lines, spirals) cover the surface of the vase. The stirrup jar was the most common Mycenaean vessel for storing and transporting wine, olive oil, and perfumes.
The stirrup jar appeared in Crete towards the end of the Middle Minoan period (1700-1600 BC). Around 1450 BC it was adopted by the Mycenaeans on mainland Greece. Mycenaean palaces largely controlled the production and circulation of the commodities, which were transferred inside the stirrup jars, as attested by the Linear B tablets discovered in Mycenaean palaces. On some of the tablets, the ideogram of the stirrup jar appears, together with the word ka-ra-re-we, which is identified with the later Greek term "chlaron", i.e. a jar for olive oil. There is also a group of inscribed stirrup jars on which the adjective wa-na-ka-te-ro appears and has been interpreted as "property of the king" (Gr. wanax). During the 14th and 13th centuries BC stirrup jars and other storage vessels with Mycenaean products were exported en masse to the entire Aegean, Cyprus, the Eastern Mediterranean, and South Italy in exchange for metals, other raw materials, and luxury commodities. Apart from their practical function, stirrup jars were frequently deposited in graves; apparently, Mycenaeans considered their precious contents essential for the afterlife.
Αυτός ο τύπος αμφορέα πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη στα τέλη της Μεσομινωικής περιόδου (1700-1600 π.Χ.). Γύρω στο 1450 π.Χ. υιοθετήθηκε από τους Μυκηναίους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα προϊόντα που μεταφέρονταν με τους ψευδόστομους αμφορείς ελέγχονταν από τα ανάκτορα, όπως συμπεραίνουμε από τη μελέτη των πινακίδων της Γραμμικής Β που έχουν βρεθεί στα αρχεία των μυκηναϊκών ανακτόρων και περιγράφουν τις διαδικασίες παρασκευής τους. Μερικές από τις πινακίδες αυτές περιέχουν το ιδεόγραμμα του ψευδόστομου αμφορέα μαζί με τη λέξη ka-ra-re-we, η οποία ταυτίζεται με τον υστερότερο όρο «χλαρόν», που σημαίνει ελαιοδοχείο. Υπάρχει επίσης μια ομάδα ενεπίγραφων ψευδόστομων αμφορέων, όπου εμφανίζεται το επίθετο wa-na-ka-te-ro, που ερμηνεύεται ως «ιδιοκτησία του βασιλιά». Κατά τη διάρκεια του 14ου και του 13ου αι. π.Χ. ψευδόστομοι αμφορείς και άλλα αποθηκευτικά αγγεία με μυκηναϊκά προϊόντα εξάγονταν μαζικά σε όλο το Αιγαίο, την Κύπρο, την ανατολική Μεσόγειο και τη νότια Ιταλία σε αντάλλαγμα για μέταλλα, άλλες πρώτες ύλες, καθώς και είδη πολυτελείας. Εκτός από την πρακτική τους χρήση, οι ψευδόστομοι αμφορείς αποτελούν και συνηθέστατα ταφικά κτερίσματα. Εμφανώς, οι Μυκηναίοι θεωρούσαν το πολύτιμο περιεχόμενό τους απαραίτητο και για τη μετά θάνατον ζωή.